- ἀφετικοῦ
- ἀφετικόςdetermining the vital quadrantmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεταρτικός — ή, όν, Α [τέταρτος] 1. αυτός που καταλαμβάνει την τέταρτη θέση («τεταρτικού ἀφετικοῡ ἀστέρος», Βέττ. Βάλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεταρτικά πιθ. (στην Αίγυπτο) ένας από τους φόρους που ήταν προορισμένος για το βασιλικό ταμείο … Dictionary of Greek